- ἄτερπος
- ἄ-τερπος = ἀτερπής, Il. 6.285†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἄτερπος — masc/fem nom sg ἀτερπής unpleasing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτερπον — ἄτερπος masc/fem acc sg ἄτερπος neut nom/voc/acc sg ἀτερπής unpleasing masc/fem acc sg ἀτερπής unpleasing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτέρπου — ἄτερπος masc/fem/neut gen sg ἀτερπής unpleasing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατερπής — ἀτερπής, ές και ἄτερπος, ον (Α) [τέρπω] 1. αυτός που δεν παρέχει τέρψη, ο δυσάρεστος 2. όποιος δεν απολαμβάνει κάτι ή δεν ευχαριστιέται με κάτι … Dictionary of Greek